- παραδίδω
- ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.)3. παρέχω, παραχωρώ («παρέδωκεν αὐτοῑς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῡ», ΚΔ)4. μεταβιβάζω σε άλλον αρχή, αξίωμα, υπηρεσία κ.λπ. (α. «παρέδωσε την προεδρία τού συλλόγου» β. «ὅτε τὰ πάτρια τεύχεα παρεδίδοσαν», Σοφ.)5. κληροδοτώ στους μεταγενέστερους («τήν τε πόλιν εὐδαιμονεστάτην τοῑς ἐπιγιγνομένοις παρέδοσαν», Iσοκρ.)6. διδάσκω (α. «παραδίδει χημεία» β. «παραδιδόναι τὴν ἀρετήν», Πλάτ.)7. εμπιστεύομαι κάποιον ή κάτι σε κάποιον («ἐκ τῆς παραδοθείσης αὐτοῑς ἁγίας ἐντολῆς», ΚΔ)8. θέτω στην εξουσία κάποιου με προδοσία, προδίδω («φιλήματι δολίῳ παραδοὺς αὐτὸν τοῑς ἀνόμοις», ΚΔ)9. προσάγω κάποιον στο δικαστήριο («διὰ τὰ τοῡ πατρὸς ἁμαρτήματα... τοῑς ἕνδεκα παρεδόθη», Λυσ.)10. μέσ. παραδίδομαια) αφήνω τον εαυτό μου στη διάθεση κάποιουβ) αφοσιώνομαι, προσηλώνομαι (α. «παραδόθηκε στη δουλειά του» β. «εἰς ὅv παρεδόθητε τύπον διδαχῆς», ΚΔ)11. φρ. «παραδίδω το πνεύμα» — εκπνέω, ξεψυχώνεοελλ.1. δίνω κάτι σε πολύ μεγάλη ποσότητα ή σε υπερβολικό βαθμό (α. «μην τού παραδίνεις φαγητό γιατί θα παχύνει» β. «μην τού παραδίνεις σημασία»)2. μέσ. γίνομαι έρμαιο, υποδουλώνομαι («έχει παραδοθεί στην ακολασία»)3. (ως απρόσ.) παραδίδεταιλέγεται, θρυλείται4. φρ. α) «παραδίδω τα όπλα» — ομολογώ ότι νικήθηκα, υποκύπτω, καταθέτω τα όπλαβ) «παραδίδω την ύστατη πνοή» ή, απλώς, «παραδίδω» — πεθαίνωαρχ.1. παρέχω, αποφέρω2. επιτρέπω («ὁ θεὸς τοῡτο γε οὐ παρεδίδου», Ηρόδ.)3. προσφέρω κάτι ως ευκαιρία4. μεταστρέφω5. (για καρπό) ωριμάζω6. φρ. α) «παραδίδω εἰς θάνατον» — θανατώνωβ) «παραδίδομαι τῇ χάριτι τοῡ θεοῡ» — γίνομαι χριστιανός, βαπτίζομαιγ) «παραδίδομαι σιωπῇ» — αποσιωπώμαιδ) «παραδίδομαι πέρατι» — τελειώνωε) «παραδίδωμι φόνου δίκην» — δικάζω για φόνο στο δικαστήριο.
Dictionary of Greek. 2013.